- παράνομος
- нелегален, противправен
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
παράνομος — lawless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… … Dictionary of Greek
παράνομος — η, ο αυτός που είναι έξω από το νόμο ή ενεργεί κατά παράβαση, αντίθετα προς το νόμο, ο άδικος: Οι πειρατικοί ραδιοσταθμοί είναι παράνομοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρανομώτερον — παράνομος lawless masc acc comp sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc comp sg παράνομος lawless adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομωτάτων — παράνομος lawless fem gen superl pl παράνομος lawless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομώτατα — παράνομος lawless adverbial superl παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομώτατον — παράνομος lawless masc acc superl sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμω — παράνομος lawless masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράνομος lawless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανόμως — παράνομος lawless adverbial παράνομος lawless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομον — παράνομος lawless masc/fem acc sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανομωτάτην — παράνομος lawless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)